ἀκολλύβιστος

ἀκολλύβιστος
ἀκολλύβιστος, ον,
A without premium on exchange,

ἀργύριον IG12

(5).817 (Tenos, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακολλύβιστος — ἀκολλύβιστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο δεν έχει προκαθορισθεί τόκος ή αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + *κολλυβίζω < κόλλυβος «μικρό νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”